- φωσφοεστεράση
- η, Ν συν. στον πληθ. οι φωσφοεστεράσες(βιοχ.) ομάδα ενζύμων τής κατηγορίας τών υδρολασών, τα οποία υδρολύουν τους εστέρες τού φωσφορικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphoesterase].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.